top of page
Sophie Launay

Σας γραφω απο το Ματι

Dernière mise à jour : 3 juil. 2020

Ένας μεγάλος κήπος που περιβάλλεται από τη θάλασσα



Το Μάτι; Ένα μικρό παραθαλάσσιο θέρετρο μέσα σ’ ένα πλούσιο πευκώνα όπου συνυπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι, παραθεριστές και, Αθηναίοι το Σαββατοκύριακο.

30 χλμ. από την Αθήνα, 15 χλμ. από το Μαραθώνα, απέναντι από την Εύβοια.

Ένας μεγάλος κήπος που περιβάλλεται από τη θάλασσα, μια απόκρημνη σε αποχρώσεις Σιέννα ακτογραμμή, και, δίπλα δίπλα, ανθισμένα σπιτάκια με οπωροφόρα, βίλλες με πισίνα και κοτέτσια.

Δεν υπάρχουν μεγάλες παραλίες, μόνο μικροί όρμοι.

Μια ήπια, γλυκιά ζωή κοντά στην Αθήνα όπου ο καθένας, αναλόγως με τις δυνατότητες του, βρήκε μια θέση, με την οικογένεια του.

Στους δρόμους ορισμένα σκυλιά, αδέσποτα, φιλικά, αναγνωρίσιμα, που τα φροντίζουν. Και γάτες, χελώνες και πουλιά, πολλά πουλιά.

Πράσινα πεύκα σκεπάζουν τις σκεπές των σπιτιών, τα υψώματα, τις τέντες. Λυγίζουν τις μέρες που φυσάει και δροσίζουν το καλοκαίρι.

ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 2018

Περπατάω σε θλιμμένους και γκρίζους δρόμους, τα σπίτια έχουν μεταμορφωθεί σε άδειες και μαυρισμένες παράγκες. Tα ακίνητα με τις παραμορφωμένες προσόψεις είναι ρημαγμένα, τα προσωρινά κτίσματα έχουν απλώς εξαφανιστεί και οι κότες έχουν σωπάσει.

Τα σκυλιά έχουν φύγει, το ίδιο και τα πουλιά και οι γάτες. Οι πορτοκαλιές, οι λεμονιές, τα ελαιόδεντρα έχουν γίνει στάχτη. Kανένα ίχνος από πασχαλιές, γιασεμιά, βουκαμβίλιες.

Τα μεγάλα καμένα πεύκα που υψώνονται πάνω στην γυμνή άσφαλτο των άδειων δρόμων ρίχνουν μια ισχνή σκιά και χιλιάδες καρβουνιασμένα κουκουνάρια κείτονται στις ρίζες τους.

Στην οδό Περικλέους, από το σπίτι μου ως τη θάλασσα, τα τρομαγμένα σπίτια κατεβάζουν σιωπηλά τις βλεφαρίδες τους. Αφήνομαι στη συγκίνησή μου, σ τα ερωτήματά μου, στις σκέψεις μου.

Αυτή την 23η Ιουλίου που λαμπάδιασε το Μάτι δεν ήμουν εκεί, ήμουν στη Νάξο, όπου ο αέρας μου έφερε μια τρομερή μυρουδιά καμένου, αγωνίας και θανάτου.

Επέστρεψα. Tο σπίτι μου δεν κάηκε. O κήπος είναι ρημαδιό. H γειτονιά μου είναι ένα μίγμα φαβέλας και στοιχειωμένων σπιτιών: ένα σκηνικό ταινίας τρόμου, βομβαρδισμένης πόλης.

Σε κάθε βήμα, με το που βγαίνω στην ταράτσα, κοιτάζω γύρω μου χωρίς να πιστεύω σ’ αυτό το παραμορφωμένο Μάτι στο οποίο θα πρέπει να ζήσω, χωρίς να παραπονιέμαι γιατί είμαι ζωντανή, δεν έχω καεί, δεν έχω χάσει κανένα από την οικογένεια μου, και δεν ήμουν εκεί…

Αλλά ακούω, βλέπω, φαντάζομαι.

Πως θα είχα αντιδράσει; Θα είχα πάρει την κατάλληλη απόφαση την κατάλληλη στιγμή; Θα είχα επιζήσει; Εγώ, ο σύζυγός μου, ο σκύλος μου;

Ξέρω πως οι κάτοικοι του Ματιού ή οι παραθεριστές είχαν το πολύ 10 λεπτά για να αποφασίσουν, να φύγουν πεζή μέχρι την παραλία, να πάρουν το αυτοκίνητο για απομακρυνθούν, ή να μείνουν, να αμπαρωθούν και να περιμένουν.

Σας γράφω από το Μάτι για όλους αυτούς, τους νεκρούς και τους ζωντανούς, τους ανθρώπους και τα σκυλιά που έζησαν την κόλαση και έγιναν ήρωες.

Αποτίω φόρο τιμής σ’ αυτούς τους ανώνυμους ήρωες που πέρασαν τη δοκιμασία του πυρός.

Κατεβαίνω προς τη θάλασσα όπου η ταβέρνα, το καφέ, τα πάντα έχουν καεί.

Σκελετοί από ατσάλι, τα αυτοκίνητα έλιωσαν αφήνοντας απολιθώματα από καουτσούκ -κομμάτια λάστιχων σφηνωμένα στην άσφαλτο- όπου το μυαλό μου, θολωμένο, βλέπει κομμάτια σάρκας.

Τα πάντα είναι μαύρα, σκεπασμένα με καπνιά, τα δέντρα, τα πεζοδρόμια.

Χιλιάδες απανθρακωμένα πεύκα, μαύρες σιλουέτες, κοκκαλιάρικες, μακριά νήματα από καπνιά που ανεβαίνουν προς τον ουρανό, ζαρωμένα, μορφάζοντας, αποτρόπαια.

Κομμένα και, μετά, τεμαχισμένα, χιλιάδες κουκουνάρια κυλάνε στις ρίζες τους.

Τα σπίτια απογυμνωμένα, αποκεφαλισμένα, ξεπατωμένα , το κρανίο διαλυμένο, στόμα και μάτια γουρλωμένα κοιτάζουν αυτό το βουβό θέαμα.

Μήτε πουλιά, μήτε σκυλιά, παρά μόνο κάποια γατιά που σωθήκανε.

Και, θαρραλέοι άνθρωποι, που καθάριζαν για μήνες, που ξεμπάζωσαν το αδιανόητο χωρίς να σκεφτούν τις τοξικές αναθυμιάσεις, και τον αμίαντο που απελευθερωμένος στροβιλίζεται.

Ξαναεγκαταστάθηκαν, όπως όπως, και, έξω στο δρόμο, ο στρατός προσφέρει γεύματα.

Κατά τόπους, τρυφερό πράσινο χορτάρι φυτρώνει, διασπά την απεραντοσύνη της ερημιάς.

Οι λαμαρίνες τρίζουν από τον αέρα.

Αυτή την 23η Ιουλίου, κατά τις 17:00 η ζωή απέδρασε από το δρόμο μου, από όλους τους δρόμους στο Μάτι, τρέχοντας, κυνηγημένη από τις φλόγες.

Στο τέρμα του δρόμου, η θάλασσα, μοναδική διέξοδος.

Η φωτιά κατέκαψε, κατάπιε ανάλογα με τη φορά του ανέμου, σε ένα δαιμονισμένο όργιο, ό,τι βρέθηκε στο πέρασμα της.

Τα πεύκα εκτοξεύουν κατά χιλιάδες τις βόμβες τους, πυρακτωμένα κουκουνάρια που σπρώχνει ένας μανιασμένος αέρας που στροβιλίζει σκεπές, κλαδιά, πουλιά κι ύστερα, όλα πέφτουν, λαμπαδιασμένα και μετά μαύρα από καπνιά.

Οι φωνές, οι εκρήξεις, οι λαμαρίνες λιώνουν, οι άνθρωποι ουρλιάζουν.

Οδός Περικλέους, τα αυτοκίνητα σφηνώνονται μεταξύ τους πριν εκραγούν. Οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεφύγουν.

Όλες τις μέρες, βλέπω.

Δεν το έζησα, αλλά ο τόπος μου μιλάει.

Ενίοτε ψιθυρίζουν, ενίοτε ουρλιάζουν, ενίοτε σιωπούν.

Έχω ρίγη, κλείνω τα μάτια.

Οδός Περικλέους, οι γείτονές μου, οι πιο τυχεροί από αυτούς, έφτασαν στην παραλία, παρά τους καπνούς που σβήνουν το ίχνος του μονοπατιού που οδηγεί προς τη θάλασσα.

Ασφυκτιώντας έφτασαν.

Μπαίνουν στο νερό, κρατώντας το σκύλο τους, το παιδί τους, τη γάτα τους πάνω από το νερό, καλύπτοντας το πρόσωπό τους με βρεγμένα κουρέλια από τα σκισμένα ρούχα τους. Η ακρογιαλιά έχει μεταβληθεί σε όχθη του Γάγγη, κάθε ζωντανό όν καταδύεται για να γλυτώσει από τη φωτιά που παρασύρει τα πάντα.

Η ζέστη αρκεί για να κάψει, οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν και σπάνε τον υδράργυρο. Και ο σφοδρός άνεμος φυσάει στις σκυμμένες πλάτες.

Καμιά εκατοστή αυτοκίνητα, στη γωνία της οδού Περικλέους και τις στενής λεωφόρου Ποσειδώνος που περνάει δίπλα από τη θάλασσα, εκρήγνυνται και λιώνουν. Ήδη κείτονται κορμιά, οι τελευταίοι που διαφεύγουν, περνούν από πάνω τους προσπαθώντας να ανασάνουν μεσ’ το καμίνι.

Έξη πρόσωπα που γνώριζα βρήκαν το θάνατο στο δρόμο μου, την οδό Περικλέους, την 23η Ιουλίου 2018. Εκατόν δυο άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Μάτι. Οι υπόλοιποι, οι διασωθέντες, είναι για πάντα σημαδεμένοι με πυρακτωμένο σίδερο από αυτό που έζησαν, και αυτοί που δεν ήταν εκεί, όπως εγώ, νιώθουν και αντιλαμβάνονται, τις κραυγές πανικού που αναδίδει ο τόπος.

Βλέπω κάποιους να πεθαίνουν: η Έμμυ, η Ευαγγελία, βλέπω κάποιους άλλους να τρέχουν, η Μιμή, η Άννα, ο Αλέξανδρος. Βλέπω τον Γιώργο και τη γυναίκα του να κοιτάζουν προς τα πίσω και να βλέπουν την κουνιαδα του και το σκύλο της να καίγονται. Ακούω την Έμμυ να μην μπορεί ν’ αναπνεύσει και να αφήνει την τελευταία της πνοή μέσα στο νερό, στα χέρια ενός αγοριού 25 ετών που αργοσβήνει.

Βλέπω μια νεαρή έγκυο που, για ώρες, παγιδευμένη στην παραλία, βαστάει στα χέρια της το τρίχρονο πρώτο της παιδί.

Βλέπω τους σκύλους και τις γάτες να τρέχουν, τις χελώνες να τρυπώνουν, βλέπω, ακούω…

Η Κυρά, η σκυλίτσα, ορμάει μέσα από το αυτοκίνητο των αφεντικών της που ζώνεται από τις φλόγες, για να μην ξαναεπιστρέψει. Τα πόδια της Μιμής και της Άννας και το πρόσωπο του Αλέξανδρου καίγονται.

Η Φρύνη και ο Μπλάκυ, δυο σκυλιά της γειτονιάς, ξερνάνε για να μην πεθάνουν σ’ ένα άδειο σπίτι.

Βλέπω τ’ αυτοκίνητα να εκρήγνυνται και τον άνεμο να φυσάει το καμίνι του στις πλάτες των βρεγμένων με αλμυρό νερό που παγώνει και σκάβει τα βασανισμένα κορμιά.

Βλέπω τους ανθρώπους που βοηθάνε, που κουβαλάνε στις πλάτες τους, ακούω τις φωνές που παρηγορούν και προσπαθούν να καταπραΰνουν τους εγκαυματίες τρίτου βαθμού που έχουν αφεθεί αβοήθητοι στα χέρια των λιγότερο στραπατσαρισμένων.

23 Ιουλίου. Είναι 16:30 και μιλούν για μια πυρκαγιά στην Κινέττα, από την άλλη πλευρά της Αττικής, 80 χλμ. από το Μάτι. Τα Καναντέρ και οι πυροσβέστες έχουν κινητοποιηθεί. Κανείς δεν ανησυχεί.

Ρωτάω: Όχι, τα ΜΜΕ δεν προειδοποίησαν για ένα νέο μέτωπο φωτιάς, πάνω από το Νέο Βουτζά, ακριβώς πάνω από το Μάτι.

Είναι 17:00, η Σοσο και ο σύζυγός της ο Τάσος βγαίνουν στον κήπο, ψηλά στην οδό Περικλέους στο Μάτι. Η μέρα είναι ζεστή σχεδόν χωρίς ανέμους. Αυτό το πρωί όλοι είναι στην παραλία στην άλλη άκρη του δρόμου. 17:00 είναι η ώρα του μεσημεριανού ύπνου για αρκετούς. Αλλά σκέφτονται να πάνε για ψώνια.

Ένας πυκνός καπνός υψώνεται από το λόφο από τον οποίο το Μάτι χωρίζεται από τη λεωφόρο Μαραθώνος.

Υπάρχει μια ανησυχία, σηκώθηκε αέρας. Αλλά, οι πυρκαγιές που εκδηλώνονται συχνά το καλοκαίρι, ποτέ δεν διέσχισαν τη λεωφόρο με τις 4 λωρίδες κυκλοφορίας.

Είναι 17:10 και ο Τάσος δεν βλέπει τίποτα καλό σ’ αυτό τον πυκνό καπνό σε μέγεθος πολυκατοικίας που προχωράει. Ξαφνικά κόβεται το ρεύμα, τα κλιματιστικά σιωπούν.

Σηκώθηκε αέρας και άλλαξε κατεύθυνση. Ένας δυτικός άνεμος, σπάνιος γι αυτή την εποχή, και σπάνιας σφοδρότητας, που διασχίζει τη λεωφόρο Μαραθώνος με δυο δρασκελιές και ξεχύνεται στο Μάτι.

Εκτοξεύει την φωτιά, ανεξέλεγκτα.

Ρωτάω: Όχι, οι καμπάνες δεν χτυπάνε, οι σειρήνες δεν χτυπάνε, η αστυνομία δεν κάνει περιπολίες.

Ο καθένας, όπως μπορεί, ας καταλάβει την τραγωδία που προμηνύεται.

Και τα πάντα ξεσπούν.

Ο Τάσος και η Σωσο φεύγουν, φωνάζουν στους γείτονες να κάνουν το ίδιο, ειδοποιούν γύρω τους. Παίρνουν την κόρη τους, το σκύλο τους, δυο αυτοκίνητα για να φύγουν στα γρήγορα από το Μάτι.

Στα 100 μ., στην άκρη του δρόμου, καταλαβαίνουν ότι δεν θα πάνε πιο πέρα, παρκάρουν και βγαίνουν από το αυτοκίνητο. Ίσα που κάνουν λίγα βήματα στην παραλία και η φωτιά είναι ήδη εδώ. Βουτάνε στο νερό.

Μετά από έξη ώρες μέσα στο νερό, έχει νυχτώσει, η Σωσο με την κόρη της έχουν παρασυρθεί από τα ρεύματα στ’ ανοιχτά, ανάμεσα στην Εύβοια και το Μάτι. Δεν ξέρουν αν οι δυνάμεις τους θα τους επιτρέψουν να αντέξουν, όταν τεράστια κύματα τις σπρώχνουν προς το σκοτάδι. Ένα καΐκι τις σώζει τη στιγμή που η ζωή δραπετεύει. Εδώ και ώρα, ο Τάσος, που στέκεται στην παραλία κρατώντας τον σκύλο του, δεν τις βλέπει. Πίστεψε πως χάθηκαν, πνίγηκαν. Τα ξημερώματα, θα τις ξαναβρεί.

Η Μαρία και η κόρη της λαγοκοιμόντουσαν, βυθισμένες σε μια γλυκιά καλοκαιρινή σιέστα. Ο κλιματισμός γουργούριζε.

Η φωτιά και το κάψιμο από τις φλόγες, η έλλειψη οξυγόνου της βύθισαν στην κόλαση. Μετά από τρεις μήνες στο νοσοκομείο, μετά από πολλαπλές μεταμοσχεύσεις, συνέρχονται αργά.

Η Ελένη κατάφερε να φτάσει στη θάλασσα χάρη στο σκύλο της που την καθοδήγησε ενώ δεν έβλεπε πέρα από την άκρη των ποδιών της εξαιτίας του καπνού.

Ο Χάρης κλείστηκε με τα τρία του σκυλιά στο σπίτι του και περίμενε υπομονετικά το θάνατο που δεν ήρθε: η φωτιά παίζοντας βαρελάκια πέρασε πάνω από τη στέγη του.

Η Ευαγγελία έφυγε με το αυτοκίνητο μαζί με την κόρη της, τον σύζυγό της, μια γειτόνισσα και τον σκύλο της. Το σπίτι είναι όρθιο. Η μοίρα περιπαίζει. Επιθυμία να ουρλιάξεις.

Η κουνιάδα του Γιώργου δεν κατάφερε να φτάσει στην παραλία. Πέθανε κουβαλώντας το σκύλο της κάτω από το βλέμμα της αδερφής της.

Και συνεχίζουν. Μου λένε ότι πήδηξε από τα βράχια, νομίζοντας πως έφτασε στην παραλία καθώς προχωρούσε με τα δυο της παιδία μεσ’ τον πυκνό καπνό. Έπεσε, και με την σπονδυλική στήλη ραγισμένη κολύμπησε βαστώντας τα παιδία για πάνω από 5 ώρες.

Αυτός είναι μόνος του, οι γονείς του και ο αδερφός του πέθαναν. Είναι ο μόνος που σώθηκε.

Είναι μόνη της, ο σύζυγος της σωριάστηκε, της μένει ο σκύλος της.

Ιστορίες που μου διηγούνται. Όλες αυτές οι ζωές που έγιναν κομμάτια. Κατάχαμα στο δρόμο. Όλοι αυτοί οι ήρωες.

Ένας δρόμος. Ο δρόμος μου. Πόσους έχει το Μάτι; Πενήντα; Εκατό;

Κάθε μέρα, όπου κι αν πηγαίνω στους δρόμους του Ματιού, τους κουβαλάω μαζί μου.

Τους αποτίω φόρο τιμής, αποτίω φόρο τιμής στη γενναιότητά τους, στην ατυχία, στην τύχη, στη δύναμη που χρειάστηκε να βρουν αντιμετωπίζοντας τη φωτιά. 102 άτομα χάθηκαν.

Παντού ακούγονται τα ηλεκτρικά πριόνια, τα φορτηγά. Κόβουν, γκρεμίζουν. Ολο περισσότερα. Για να ξαναχτιστούν αργότερα. Οι παλιοσιδεράδες περιφέρονται, φωνάζουν από τα μεγάφωνα του αυτοκινήτου τους. Ένα καθημερινό ηχητικό φόντο.

Στις πόρτες των κατεστραμμένων σπιτιών, λέξεις που καθησυχάζουν: Ήμαστε όλοι καλά ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

ΓΕΝΑΡΗΣ 2019

Ο χειμώνας πέφτει βαρύς στο Μάτι.

Καταιγίδες των 8 και 9 μποφόρ διαδέχονται η μια την άλλη. Το χιόνι κάνει την εμφάνισή του και πασπαλίζει με λευκό την -οικεία πλέον- μαύρη επιφάνεια που απλώνεται μπροστά μας.

Είμαστε ελάχιστες οικογένειες που παραμείναμε στο Μάτι. Από τις ξυλόσομπες μας βγαίνει καπνός.

Η φωτιά είναι -επίσης- η θαλπωρή ενός σπιτικού.

ΟΙ ξαναφυτεμένες λεμονιές και πορτοκαλιές χάνουν τα φύλλα τους στο μανιασμένο αέρα.

Το Μάτι ουρλιάζει και τρίζει. Νεροποντές ξεπλένουν αυτή την βλαβερή ατμόσφαιρα.

Σε κάθε άνοιγμα του καιρού, συνεχίζεται το γκρέμισμα και βαρέα μηχανήματα κυκλοφορούν στους δρόμους, καταστρέφοντας κι άλλο την άσφαλτο.

Στην πρόσοψη ενός ερειπωμένου σπιτιού, ένας πατέρας κρεμάει μαζί με τα παιδιά του ένα τεράστιο πανό με αυτά τα λόγια: Καλή Χρονιά σε όλους, σας ευχόμαστε ειρήνη, αγάπη και το Μάτι θα ξαναζήσει!!

Αλλού, μεσ’ τα χαλάσματα, ένα χριστουγεννιάτικο έλατο αναβοσβήνει.

ΑΠΡΙΛΗΣ 2019

Ένας μαύρος και καστανός χιτώνας αντικαθιστά τον πράσινο και πυκνοφυτρωμένο πευκώνα.

Έκτοτε ο γκρίζος ουρανός είναι πνιγερός

Ο γαλάζιος ουρανός είναι εκνευριστικός

Ο άνεμος είναι απειλητικός

Το πράσινο χορτάρι ανοίγει ένα επώδυνο μονοπάτι

Ακολουθούν μέχρι τη θάλασσα παπαρούνες κόκκινες σαν το αίμα

Αυτό το καλοκαίρι ποιος θα ‘ρθει για μπάνιο στο Μάτι;

46 vues0 commentaire

Posts récents

Voir tout

Σχόλια


bottom of page